καμάρικα

καμάρικα
καμαρικά
treatise on vaulting
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμαρικός — καμαρικός, ή, όν (Α) [καμάρα] 1. θολωτός, σκεπασμένος με καμαροειδή στέγη, καμαρωτός*. 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Καμαρικά τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος σχετικής με την κατασκευή θόλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”